ὠμήλυσις

ὠμήλυσις
ὠμήλῠσις, εως, ,
A bruised meal of raw corn, esp. barley or wheat (hence with κριθίνη or πυρίνη added), used for poultices, Hp.Morb. 2.31, Nat.Mul.27, Gal.10.282, 19.156; applied without water, Id.12.863; written divisim,

μετὰ ὠμῆς λύσεως Dsc.3.24

, Arching. ap. Gal.12.675, Gp.14.7.7. (Compd. of ὠμός and Αλῠσις 'grinding', cf. ἄλεσις, ἀλέω, ἄλευρον, and foreg.; also perh. OE. ealu 'ale':—the form ὠμῆς λύσεως by popular etymology:

εἰρῆσθαι δὲ ὅτι οὐ φρυγόμενον ἀλήθεται AB318

.)

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ὠμήλυσις — bruised meal of raw corn fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὠμηλύσις — ὠμηλύσῑς , ὠμήλυσις bruised meal of raw corn fem acc pl (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ωμήλυσις — ύσεως, ἡ, ΜΑ χοντροκοπανισμένο αλεύρι από ωμό σιτάρι ή κριθάρι, που το χρησιμοποιούσαν, κυρίως, για την παρασκευή καταπλασμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὠμός + ήλυσις, αντί *ὠμ ήλεσις (πρβλ. ὠμ ήλετον) < ἀλέ(F)ω «συντρίβω, αλέθω» (με μηδενισμένο το… …   Dictionary of Greek

  • ὠμηλύσει — ὠμήλυσις bruised meal of raw corn fem nom/voc/acc dual (attic epic) ὠμηλύσεϊ , ὠμήλυσις bruised meal of raw corn fem dat sg (epic) ὠμήλυσις bruised meal of raw corn fem dat sg (attic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὠμηλύσεις — ὠμήλυσις bruised meal of raw corn fem nom/voc pl (attic epic) ὠμήλυσις bruised meal of raw corn fem nom/acc pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὠμηλύσεσι — ὠμήλυσις bruised meal of raw corn fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὠμηλύσιος — ὠμήλυσις bruised meal of raw corn fem gen sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὠμήλυσιν — ὠμήλυσις bruised meal of raw corn fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ωμήλετον — Α (κατά τον Ησύχ.) «ἐρηριγμένον». [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ὠμήλυσις] …   Dictionary of Greek

  • ωμός — Μέρος του σώματος που ενώνει το επάνω άκρο με τον κορμό· η κλείδα, η ωμοπλάτη και η ωμοβραχιόνια άρθρωση αποτελούν τον σκελετό ο οποίος καλύπτεται από τις μυϊκές μάζες που κατευθύνονται προς τον λαιμό, το στήθος, τη ράχη και τον βραχίονα. Η… …   Dictionary of Greek

  • ὠμηλύσεως — ὠμηλύσεω̆ς , ὠμήλυσις bruised meal of raw corn fem gen sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”